Συγγραφέας Έρευνας: Χατζηπέτρου Ελένη, Ρεφλεξολόγος. Έτος 2007.
Η Παρουσίαση της Έρευνας έγινε στην 6η Ημερίδα Ρεφλεξολογίας το 2007 στο Πολιτιστικό Κέντρο Παλαιού Φαλήρου.
Μου ήρθε η ιδέα για το συγκεκριμένο θέμα βλέποντας μια φωτογραφία ενός νεαρού ερωτευμένου μετά από τον τερματισμό της σχέσης του.
Στην αρχή, όταν υπάρχει ο έρωτας και το πάθος, η καρδιά χτυπάει πιο δυνατά, η αναπνοή γίνεται πιο γρήγορη, με αποτέλεσμα να έχουμε βελτίωση του κυκλοφοριακού συστήματος. Οι ιδρωτοποιοί και σμηγματογόνοι αδένες παράγουν φερορμόνη. Έτσι αυξάνεται η σεξουαλική επιθυμία. Οι όρχεις και οι ωοθήκες παράγουν τεστοστερόνη και προγεστερόνη που αυξάνει τη επιθυμία μεταξύ των ερωτευμένων.
Στον εγκέφαλο λαμβάνει χώρα μια χημική διαδικασία που δημιουργεί φαινυλαιθυλαμίνη (PEA), μία ορμόνη με ιδιότητες ανάλογες εκείνων των αμφεταμινών.
Το άτομο γίνεται πολύ ενεργητικό. Το ερωτικό πάθος ενεργοποιεί τους μηχανισμούς δημιουργίας αδρεναλίνης και το άτομο παρουσιάζει σε μεγάλο βαθμό εγρήγορση και συγκέντρωση. Το ανάλογο κέντρο στον εγκέφαλο δημιουργεί ντοπαμίνη, η οποία είναι υπεύθυνη για τα αισθήματα ευφορίας, ικανοποίησης, πάθους και ολοκλήρωσης.
Δύο ένζυμα συντίθενται από τον οργανισμό, η βαζοπρεσίνη και η οξυτοκίνη, που αυξάνουν την επιθυμία για αγκάλιασμα και επαφή με τον άλλον.
Παράγεται ακόμη ενδορφίνη που έχει ιδιότητες ανάλογες με εκείνες της μορφίνης, δηλαδή μειώνει το αίσθημα του πόνου και αυξάνει την χαλάρωση του οργανισμού.
Όλες αυτές οι βιοχημικές διεργασίες δημιουργούν στο άτομο την αίσθηση ότι βρίσκεται σε ‘άλλο κόσμο’, όπως στην περίπτωση λήψης οπιούχων ουσιών.
Ξαφνικά το άτομο βρίσκεται σε κατάσταση στέρησης (όπως και στην περίπτωση που παύει η λήψη των ουσιών αυτών).
Είναι αποδεδειγμένο πλέον επιστημονικά ότι το συναίσθημα έχει επιδράσεις στο σώμα. Μπορεί η καρδιά να μην ‘σπάει’, αλλά ο εγκέφαλος δεν επανέρχεται αμέσως στα νέα δεδομένα. Όλα τα ένζυμα που προηγουμένως έφεραν όλα αυτά τα ωραία συναισθήματα τώρα έρχονται αντιμέτωπα με τα ακριβώς αντίθετα. Θυμό, επιθυμία για εκδίκηση, λύπη, κατάπτωση, κατάθλιψη. Η ανασφάλεια και ο φόβος αυξάνονται.
Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Υπομένουμε την κατάσταση μέχρι να ξεπεραστεί.
Τα συναισθήματα δεν πρέπει να καταπιέζονται, πρέπει να εκδηλωθούν. Αν βέβαια τα δυσάρεστα συμπτώματα εξακολουθούν επί μακρόν το άτομο πρέπει να ζητήσει ιατρική συμβουλή. Και ίσως δεν θα πρέπει να ‘λύσει’ το πρόβλημα δημιουργώντας αμέσως μια άλλη σχέση. Μέχρι τώρα είδαμε ότι σε μια κατάσταση αγάπης ενεργούν πολλά ένζυμα. Σκεφτείτε ότι υπάρχουν άλλα 100 περίπου ένζυμα που κυκλοφορούν ελεύθερα συνεχώς στο αίμα και η επίδραση τούς συμβαδίζει με την ανάγκη του σώματος.
Πολλές από τις πιο βασικές λειτουργίες του σώματος ρυθμίζονται από το ενδοκρινικό σύστημα, το οποίο αποτελείται από οκτώ διαφορετικούς αδένες μέσα σε όλο το σώμα.
ΥΠΟΦΥΣΗ ένας αδένας στο μέγεθος μπιζελιού, που ρυθμίζεται από τον υποθάλαμο, έχει το γενικότερο έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους παραγωγής ορμονών.
Η υπόφυση ελέγχει τις δραστηριότητες των άλλων ενδοκρινών αδένων και των ορμονοπαραγωγικών κυττάρων. Ο αδένας αυτός της υπόφυσης εκκρίνει πολλές ορμόνες , μερικές απ’αυτές επιδρούν σε άλλους αδένες ερεθίζοντας τους ώστε να
παράγουν τις δικές τους ορμόνες, ενώ άλλες δρουν άμεσα σε ιστούς και όργανα.
ΕΠΙΦΥΣΗ ή κωνάριο βρίσκεται στο κέντρο του εγκεφάλου, κοντά στον υποθάλαμο.
Η επίφυση είναι ο αδένας που παράγει την ορμόνη μελατονίνη, η ορμόνη αυτή ελέγχει τους ρυθμούς του σώματος όπως ο ύπνος και η αφύπνιση και μπορεί επίσης να παίζει ρόλο στη σεξουαλική ανάπτυξη.
Ο θυρεοειδής και οι παραθυρεοειδείς αδένες βρίσκονται σε μικρή απόσταση μεταξύ τους μέσα στο λαιμό. Ο θυρεοειδής αδένας είναι περιελιγμένος γύρω από το πρόσθιο μέρος της τραχείας . Οι τέσσερις παραθυρεοειδείς αδένες βρίσκονται στο πίσω μέρος του θυρεοειδούς αδένα.
Ο θυρεοειδής αδένας παράγει την ορμόνη θυροξίνη (Τ4) και την περισσότερο ενεργό μορφή της. Τ3 , οι οποίες δρουν σε σωματικά κύτταρα για να ρυθμίσουν το μεταβολισμό – τις βιοχημικές διεργασίες που συντελούνται συνεχώς στο ανθρώπινο σώμα-συμπεριλαμβανομένης και της κατανάλωσης ενέργειας.
Ορισμένα θυρεοειδικά κύτταρα εκκρίνουν την ορμόνη καλσιτονίνη, η οποία βοηθάει στην ελάττωση του ασβεστίου στο αίμα , αν οι τιμές ασβεστίου είναι ήδη υψηλές
Οι παραθυρεοειδείς αδένες παράγουν την παραθυρεοειδική ορμόνη (PTH) η οποία είναι ο κύριος ρυθμιστής των τιμών ασβεστίου στον οργανισμό.
Ο θύμος αδένας έχει το μέγεθος ενός πορτοκαλιού και βρίσκεται λίγες ίντσες κάτω από το λαιμό, πίσω από το στέρνο.
Καθώς ο λιπαρός αυτός ιστός ενισχύεται κατά τη διάρκεια των χρόνων , το χρώμα του αλλάζει και από ρόδινο-γκρίζο κατά την παιδική ηλικία γίνεται κίτρινο κατά τη μέση ηλικία.
Ο αδένας θύμος είναι μέρος του ανοσοποιητικού συστήματος, αλλά επίσης παράγει ορμόνες που ελέγχουν την παραγωγή μιας ομάδας λευκών αιμοσφαιρίων που ονομάζονται κύτταρα Τ.
Το πάγκρεας αποτελεί μια μαλακή δομή, η οποία και είναι αρκετά μεγάλη συγκρινόμενη με άλλους ενδοκρινείς αδένες. Το πάγκρεας βρίσκεται στο σημείο όπου τελειώνει το στομάχι και αρχίζει το λεπτό έντερο. Έχει δύο λειτουργίες και δύο τύπους κυττάρων,
Οι πεπτικοί του αδένες παράγουν ένζυμα, τα οποία αποδεσμεύονται μέσα στο έντερο κατά τη διάρκεια της πέψης (χώνεψης).
Εγκλεισμένες σ’ αυτούς τους αδένες υπάρχουν συγκεντρώσεις ενδοκρινικών κυττάρων, οι οποίες ονομάζονται νησίδα του Langerhans
Τα κύτταρα αυτά παράγουν ινσουλίνη και γλυκαγόνη, δύο ορμόνες οι οποίες ρυθμίζουν τα επίπεδα της γλυκόζης στο σώμα και άλλες ορμόνες οι οποίες συμβάλλουν στην πέψη.
Οι επινεφρίδιοι αδένες είναι χρήσιμοι για τις δραστηριότητες της καθημερινότητας, καθώς επίσης και για την αντιμετώπιση των ξαφνικών οργανικών και συναισθηματικών προκλήσεων.
Οι επινεφρίδιοι αδένες συνίστανται από δύο μικρές δομές ( τον φλοιό και τον πυρήνα), που στηρίζονται από τα νεφρά. Κατά περίοδο άγχους , οι αδένες αυτοί αυξάνουν την παραγωγή της επινεφρίνης (αδρεναλίνη) και της νοραδρεναλίνης, ορμόνες που συμβάλλουν στην αύξηση του ποσοστού του ρυθμού των χτύπων της καρδιάς και την πίεση του αίματος και ανοίγουν τις μικρότερες κοιλότητες αέρα στους πνεύμονες.
Αυτές οι ορμόνες επίσης βοηθούν στο να μετατραπούν τα λίπη και οι πρωτεΐνες στη γλυκόζη και στη ρύθμιση των επιπέδων καλίου και νατρίου στο σώμα.
Οι ΟΡΧΕΙΣ όπως επίσης το πέος και το όσχεο αποτελούν μέρος του ανδρικού αναπαραγωγικού συστήματος. Κάθε όρχις είναι γεμάτος με σπερματικά σωληνάρια τα οποία παράγουν σπέρμα. Οι όρχεις <κρέμονται> εκτός σώματος, ασφαλισμένοι μέσα στο όσχεο όπου η θερμοκρασία είναι ιδανική για την παραγωγή του σπέρματος,
Τα ώριμα σπερματοζωάρια βγαίνουν από κάθε όρχη μέσω της επιδιδυμίδας, ενός οργάνου που βρίσκεται στο άνω και πίσω χείλος του κάθε όρχεως. Τα σπερματοζωάρια αποθηκεύονται στην επιδιδυμίδα και ωριμάζουν εκεί πριν προχωρήσουν στον ορχικό πόρο και στη συνέχεια στην ουρήθρα, εφόσον υπάρξει εκσπερμάτωση. Η μεταφορά των σπερματοζωαρίων γίνεται με τη βοήθεια ενός υγρού, το οποίο αποτελείται από εκκρίσεις που προέρχονται από διάφορους αδένες. Η κύρια ορμόνη του ανδρικού φύλου, η τεστοστερόνη παράγεται από τους όρχεις. Η τεστοστερόνη παίζει ρόλο στην ανάπτυξη των γεννητικών οργάνων και στα χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν το ανδρικό φύλο.
Κατά την ήβη, οι ορμόνες της υπόφυσης προκαλούν ραγδαία αύξηση των επιπέδων τεστοστερόνης διεγείροντας την ανάπτυξη των γεννητικών οργάνων και την εξέλιξη των δευτερευόντων χαρακτηριστικών , όπως η τριχοφυΐα προσώπου και σώματος, η πιο βαθιά φωνή και η μεγαλύτερη μυϊκή ανάπτυξη απ’ ότι στο γυναικείο φύλο..
Οι γυναίκες έχουν δύο μικρά, σε σχήμα οβάλ όργανα, τις ωοθήκες, οι οποίες βρίσκονται επάνω από και σε κάθε πλευρά της μήτρας και παράλληλα με τις σάλπιγγες.
Οι ωοθήκες αποθηκεύουν και αποδεσμεύουν ωάρια, τα όποια προωθούνται μέσω των ωαγωγών-σαλπίγγων στο εσωτερικό της μήτρας. Τα ωάρια αυτά δεν αρχίζουν να ωριμάζουν πριν μεσολαβήσει μια αύξηση ορμονών γυναικείου φύλου κατά την εφηβεία που διεγείρει την έναρξη του εμμήνου κύκλου (περίοδος)
Μια φορά το μήνα ένα ωάριο ωριμάζει επί 14 μέρες στο ωοθυλάκιο του και αποδεσμεύεται από την ωοθήκη μέσα στη σάλπιγγα. Το ωάριο μπορεί να γονιμοποιηθεί από ένα σπερματοζωάριο μόνο μέσα σ’αυτό το χρονικό διάστημα. Εάν επέλθει η γονιμοποίηση, το ωάριο εμφυτεύεται τελικά στη μήτρα και αναπτύσσεται σε έμβρυο.
Οι ορμόνες, τα οιστρογόνα και η προγεστερόνη, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της αναπαραγωγής, όπως κατά τον εμμηνορροϊκό κύκλο, την παραγωγή γάλακτος και την ανάπτυξη του στήθους..
Πηγές:
Υπεύθυνος Καθηγητής: Ευφροσύνη Μάρδα, ρεφλεξολόγος.