Συγγραφέας άρθρου: Ζωή Μαυροπούλου, Ρεφλεξολόγος. Έτος 2004.
Η Παρουσίαση του άρθρου Έρευνας έγινε στην 3η Ημερίδα Ρεφλεξολογίας το 2004 στο Πολιτιστικό Κέντρο Παλαιού Φαλήρου.
Για σταθείτε! Τι γίνεται εδώ; Δεν κατάλαβα καλά. Τα έχω χαμένα. Με σπρώχνουν προς τα μπρος, λες και βγαίνω από κανένα κανόνι. Δεν καταλαβαίνω για τι πρόκειται, το ένστικτό μου όμως, μου λέει, ότι για τους επόμενους 9 μήνες χρειάζομαι μια κατοικία και γι’ αυτό πρέπει.
ΒΟΗΘΕΙΑ!
Όλα τα σπερματοζωάρια με στριμώχνουν, με σπρώχνουν και προσπαθούν να με καταπατήσουν. Για προσέξτε λίγο, σας παρακαλώ και αφήστε εμένα να περάσω μπροστά. Θεέ μου τι φασαρία είναι αυτή εδώ; Να τι ακριβώς συνέβη:
Μόλις διαδόθηκε η είδηση ότι γίνονταν σοβαρές σκέψεις να νοικιάσουν σε κάποιον ένα χαριτωμένο διαμερισματάκι – αρκετόν καιρό είχε μείνει άδειο και τώρα η οικονομική κατάσταση επέτρεπε την ενοικίασή του – άρχισαν να έρχονται συνέχεια οι ενδιαφερόμενοι. Στο τέλος βέβαια, έμεινε μόνο η πανίσχυρη μικρούλα – δηλαδή ΕΓΩ. Τώρα χρειάζεται μόνο να έρθω σ’ επαφή με τους ιδιοκτήτες.
Πήρα λοιπόν μια σπουδαία απόφαση. Την ιδιοκτήτρια του σπιτιού θα τη λέω μαμά. Ετσι για να συνεννοούμαστε λιγάκι. Ίσως να μη με καταλαβαίνετε απόλυτα όμως αυτό το ξέρω σίγουρα. Η μαμά είναι η ΜΑΜΑ.
Μα ποιος χτυπάει τον τοίχο; Α! Αυτό είναι θαυμάσιο.
Ακούω! Έχω ωραία αυτάκια κι είναι ακριβώς στη θέση τους. Καλή δουλειά. Με ακουστικούς πόρους και διάφορα γυρίσματα και πολλά τέτοια πράγματα. Ο μπαμπάς, α! Ξέχασα να σας το πω. Η μαμά έχει παρέα κολλητή που λέει ότι θα γίνει μπαμπάς μου. Ο μπαμπάς λοιπόν, ενδιαφέρεται πολύ για τ ́ αυτιά μου. Όταν ένα βράδυ πήγε με τη μαμά και με μένα για ύπνο και συζητούσαν, τον άκουσα να λέει: Ας ελπίσουμε πως θα έχει ωραία αυτιά. Εγώ τουλάχιστον αγαπούλα μου έβαλα τα δυνατά μου. Είναι φανερά δύσκολο να φτιάξεις αυτιά της προκοπής.
Ου, πόσος καιρός πέρασε στο ζεστό μου διαμερισματάκι. Τι να σας πω! Παρ’ όλο που μιλάνε συνεχώς με αγάπη για μένα έχω να κάνω τα παράπονά μου. Το μικρό μου σπιτάκι δεν είναι ούτε κατά διάνοια τόσο καλά μονωμένο όσο είχα φανταστεί στην αρχή. Εδώ και λίγο καιρό είμαι πολύ ευαίσθητη στους θορύβους απ’ έξω. Όταν χτυπάει μια πόρτα, εγώ πετιέμαι. Όταν ανοίγουν το ραδιόφωνο, ξυπνάω. Αλλά το πιο φοβερό είναι, όταν η μαμά σηκώνεται μέσα στη νύχτα και αρχίζει να πυροβολεί σαν από ένα αυτόματο.
Αυτό το κάνει τώρα τελευταία σχεδόν κάθε βράδυ και ο μπαμπάς λέει, ότι έχει αποκτήσει ανόητες συνήθειες διατροφής. Έχει μια μανία με κάποιο πράγμα που το λένε ποπ κορν. Σηκώνεται στις 2.00 τη νύχτα, ρίχνει καλαμπόκι στο τηγάνι και κάνει μπαμ, μπαμ. Ξυπνάω από τον πιο γλυκό μου ύπνο, κλείνω τ ́ αυτιά μου και τρέμω από το φόβο μου.
Να συνεχίσω; Η μαμά είναι πράγματι ανόητη. Αν συνεχίσει έτσι δεν θα τα καταφέρω να μείνω εδώ. Θα σηκωθώ απλούστατα να φύγω. Χωρίς προειδοποίηση. Χθες το βράδυ ήμουν σχεδόν όλη τη νύχτα σ’ ένα μπαρ. Ναι, εγώ! Εκεί που κοιμόμουνα βαθιά, άρχισε ξαφνικά ένας τρελός θόρυβος. Με μεγάλη δυσκολία κατάφερνα να κρατηθώ από κάπου και ο θόρυβος με ξεκούφαινε.
Έκλεινα τ’αυτάκια μου, αλλά μάταια. Αν είχα τουλάχιστον κάτι να χτυπήσω το ταβάνι, για να κάνουν επιτέλους ησυχία. Το σκέφτομαι σοβαρά να μετακομίσω!!!
Χε, χε, είμαι ακόμη εδώ. Βρήκα άλλο κόλπο να κάνω. Σήμερα το πρωί μόλις που είχα ξυπνήσει, μεγάλη φασαρία είχαμε. Φωνές, καβγάς, δεν τους αντέχω άλλο. Ας κάνουν ότι θέλουν, μεγάλα παιδιά είναι, εμένα όμως δεν με σκέφτονται καθόλου εδώ μέσα να μην μπορώ να σταθώ ούτε λεπτό ήσυχη. Συνεδρίασα κι εγώ με τα στρατιωτάκια μου, το αμυντικό μου σύστημα καλέ και βούλωσα τ ́ αυτιά μου με βουλοκέρι, ένα ζελέ θαυματουργό, που ίσα – ίσα αφήνει τον ήχο να περάσει απ’τα τυμπανάκια μου. Αγανάχτησα, αλλά τελικά τα κατάφερα. Μούρλια είναι η ησυχία ! Ξυπνάω μόνο για να φάω και να ανακαλύψω τι άλλο καταπληκτικό θα συμβεί στο σώμα μου για το υπόλοιπο της ζωής μου στο σπιτάκι αυτό.
Να ‘μαι κι εγώ! Μετά από μεγάλη ταλαιπωρία, σπρωξίματα από δω, κουνήματα από κει, στο τέλος τα κατάφερα. Είδα το φως του έξω κόσμου. Ομολογώ, βέβαια, ότι συγκριτικά με το σπιτάκι μου στην κοιλίτσα της μαμάς, εδώ δεν τρελαίνομαι κιόλας.
Τρώω μόνο και κοιμάμαι. Μεγαλώνω, λένε, ραγδαία. Δύσκολο πράγμα όμως να είσαι μωρό. Φοβάσαι και θες παρέα και πρέπει να βάλεις τσιρίδες για να σε καταλάβουν. Και αν θα σε καταλάβουν. Πεινάω σαν τρελή κι εκείνοι έρχονται να μου αλλάζουν πάνα. Πονάει η κοιλίτσα μου και μου βάζουν το μπιμπερό στο στόμα.
Ε! Μ’ ακούτε;
Μάλλον θα πρέπει σιγά – σιγά να μάθω τη γλώσσα που μιλάνε.
Είμαι ήδη δυο χρονών, μου έδωσαν και όνομα, με λένε Ελισάβετ, συνεννοούμαστε σχεδόν τέλεια, αλλά ακόμα δεν έχουν πάρει χαμπάρι για το επτασφράγιστο μυστικό μου. Καλέ το ξεχάσατε; Ίσα που τους ακούω!
Τρέμω από το φόβο μου. Θα με πάνε λέει στον παιδίατρο να με εξετάσει γιατί βήχω και έχω πυρετό. Κάτι μου λέει ότι θα μοιραστώ το μυστικό μου μ’ αυτό τον άνθρωπο που όποτε με βλέπει μου ζουλάει την κοιλίτσα και μου χώνει μια βελόνα να! στο ποδαράκι. Εγώ τρελαίνομαι στον πόνο, αλλά αυτός επιμένει ότι μου κάνει εμβόλια για ν’ αποκτήσω πολλά στρατιωτάκια. Να τα Τι θέλεις καλέ και ψάχνεις τ’αυτάκια μου; Μια χαρά αυτάκια έχω. Το λέει κι ο μπαμπάς. Κάτι ακούω να λένε πολύ σοβαροί αλλά δεν καταλαβαίνω και πολλά. Κάτι για μέση ωτίτιδα, υγρά και αηδίες.
Οι γονείς μου είναι πολύ στενοχωρημένοι γιατί υπάρχει λέει ένα σωληνάκι που λέγεται ευσταχιανή σάλπιγγα και δεν εξαερίζεται σωστά, με αποτέλεσμα κάθε φορά που είμαι κρυωμένη, οι βλέννες, οι μίζες μου δηλαδή, να κατρακυλούν στα τυμπανάκια μου και να τα βουλώνουν. Κι έτσι, δεν ακούω όσο θα έπρεπε να ακούω. Κούνια που σας κούναγε. Δεν ξέρετε τίποτα. Το θέμα είναι ότι το μυστικό μου διαδόθηκε και άρα δεν είναι πια μυστικό μου. Έγινε το οικογενειακό μας πρόβλημα.
Η μαμά έχει τρελαθεί εντελώς! Με τρέχει απ’τον ένα γιατρό στον άλλο, μου δίνει φάρμακα το ένα πίσω απ ́τ ́ άλλο και μπλιαχ! ειλικρινά τα σιχαίνομαι αλλά δεν μπορώ να κάνω κι αλλιώς. Μέχρι που μ’ έβαλε, άκουσον, άκουσον, να φουσκώνω μπαλονάκια με τη μύτη μου. Και για να μην την αδικώ, έκανε δουλίτσα. Το καλοκαίρι με τη βοήθεια και του ήλιου και της θάλασσας τ’αυτάκια μου ήταν καλύτερα. Ναι, σας λέω. Άκουγα καθαρά τα πουλάκια να κελαηδούν τα παιδάκια να τραγουδούν, τη μαμά μου να φωνάζει. Τι τα θες! Τώρα που μας έγινε συνήθεια, καλά ήμασταν στην ησυχία μας. Μέχρι το Σεπτέμβρη, ξανά κρυολόγημα, ξανά μπουκωμένη μύτη, ξανά μύξες, ξανά υγρό, ξανά βαρηκοΐα
Καινούργιος αγώνας ταχύτητας με τους γιατρούς. Τώρα τα πράγματα όμως, αγρίεψαν. Μια καινούρια λέξη επικρατεί στις συναντήσεις μας. Εγχείρηση, σωληνάκια, κρεατάκια, όλα αυτά τα περίεργα, που μάλλον καθόλου ευχάριστα δεν είναι, γιατί υποψιάζομαι ότι έχουν να κάνουν με μαχαίρια, σύριγγες, αίμα, ΒΟΗΘΕΙΑ! Δεν πάω πουθενά!
Είμαι ήδη πέντε χρόνων. Πως περνάει έτσι ο καιρός! Σ’ έξι μήνες θα πάω σχολείο. Κατά τ’ άλλα, δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα. Όλοι οι χειμώνες της ζωής μου, πέρασαν με αρρώστιες, γιατρούς, φάρμακα, κλάματα, πανικό. Τα καλοκαίρια, η θάλασσα που τη λατρεύω, βοηθούσε και τ’ αυτάκια μου ήταν ανοιχτά και έτσι γλίτωνα από τη φρίκη της εγχείρησης. Α! Δεν σας είπα. Η μαμά συμφωνεί μαζί μου να μην μου βάλουν αυτά τα ενοχλητικά σωληνάκια, γιατί λένε, αφού γίνει η επέμβαση και μπουν στ’ αυτάκια μου, μετά δεν πρέπει να πέφτει σταγόνα νερό στο κεφάλι μου. Και πως θα κάνω μπάνιο καλέ; Άσε που μετά αποβάλλονται λέει, – και πως γίνεται αυτό άραγε; και ξανά από την αρχή το υγρό. Και αυτή τη δουλειά θα κάνουμε; Κάθε χρόνο εγχείρηση; Δυστυχώς όμως φέτος δεν θα το αποφύγουμε λέει, γιατί τα κόλπα της μαμάς δεν έπιασαν και το υγρό εγκαταστάθηκε εκεί για τα καλά, έναν ολόκληρο χρόνο τώρα
Σεπτέμβριος 2002. Πάμε σχολείο οικογενειακώς. Ναι, καλά ακούσατε. Εγώ πρώτη δημοτικού και η μαμά άγνωστο ακριβώς τι μαθαίνει, πάντως έχει παθιαστεί πολύ με το σχολείο της, γιατί όλο γι’ αυτό μιλάει και για ποδαράκια. Κάποια σχέση πρέπει να έχουν αυτά τα δύο λοιπόν. Αυτό που μαθαίνει το λένε Ρεφλεξολογία Ωραίο όνομα έχει, αλλά πρέπει, λέει, να χαϊδεύει και να ζουλάει τα πατουσάκια του κόσμου για να το μάθει καλά. Τη θαυμάζω πραγματικά, διότι εγώ δεν θα άντεχα να πιάνω τα πόδια του καθενός και μάλιστα χωρίς κάλτσες. Βρε μαμά κι αν βρομάνε, τι γίνεται;
Πάλι εγώ θα την πληρώσω. Το έχω ξαναδεί αυτό το έργο. Φαντάστηκε ξαφνικά, πως θα γίνω καλά μ’ αυτή τη Ρεφλεξο κάτι, ούτε να το πω δεν μπορώ. Κι όχι τίποτε άλλο, το έχει πάρει τόσο σοβαρά, που μου έκλεισε ραντεβού, όχι με γιατρό αυτή τη φορά,
αλλά με τη μαμά Ρένα, τι μαμά λέει καλέ η μαμά μου, αφού άλλη είναι η γιαγιά μου!, κατά το επίσημο την κα Ευφροσύνη, τη δασκάλα της δηλαδή. Είμαι περίεργη να δω τι θα καταλάβει κι αυτή η κυρία για τ’αυτάκια μου και τι θα σκαρφιστεί να μου κάνει.
Πω, πω, δεν θα το πιστέψετε! Τα ποδαράκια μιλάνε. Κι εμείς λέει πρέπει να τ’ ακούμε.
Όλα τα κατάλαβε η άτιμη. Μου ζούλιζε τα δακτυλάκια, ούρλιαζα εγώ απ’ τον πόνο, «τ’ αυτιά της», απεφάνθη «έχουν ευαισθησία. Επάνω τους».
Τι επάνω τους; Ποιός επάνω τους; Η μαμά φυσικά. Ε, εσείς, πειραματόζωο θα με κάνετε; Πιστεύει λέει, ότι πατώντας η μαμά τα δακτυλάκια μου με τα δακτυλάκια της και αν θέλω να γίνω καλά, είναι στο χέρι μας να το καταφέρουμε. Στο χέρι μας, στο πόδι μας, τέλος πάντων.
Θέλω άραγε; Μήπως ήρθα προ τετελεσμένων γεγονότων και πρέπει να αναθεωρήσω σιγά σιγά; Αφήστε το άλλο! Εκεί στο σχολείο της έχει και μια θεία. Τη θεία Μιλένα
Ξαφνικά νομίζω ότι το σόι μας μεγαλώνει παιδιά!
Αυτή η κυρία λοιπόν, με μαρτύρησε κανονικά. Της αποκάλυψε το μυστικό μου. Της είπε, δηλαδή, ότι το πρόβλημα δημιουργήθηκε στο πρώτο μου σπιτάκι, θυμάστε; επειδή δεν ήθελα ν’ ακούω φωνές, φασαρίες και προβλήματα. Όμως, λέει, ότι επειδή τα προβλήματα των γονιών μου δεν είναι και δικά μου, δεν τα παντρεύτηκα κιόλας εδώ που τα λέμε, είναι σίγουρη ότι θα ξεπεράσω τη βαρηκοΐα μου. Το έμαθε λέει από αξιόπιστη πηγή.
Θα ήθελα πραγματικά να ξέρω τον προδότη!
Κι αρχίσαμε… Πρωί, μεσημέρι, βράδυ για πολύ λίγα λεπτά, η μαμά είναι εκεί, μαζί μου και μου πειράζει τα ποδαράκια. Άλλοτε γλυκά και τρυφερά κι άλλοτε… άου, με ταράζει. Ομολογώ πως αρχίζει να μ’ αρέσει. Για να το αναλύσουμε λιγάκι, η μαμά ασχολείται μαζί μου πραγματικά. Με χαϊδεύει, μου λέει γλυκά λογάκια, ονειρευόμαστε μαζί, ε, δεν είναι και λίγο. Μήπως πρέπει να τους συγχωρήσω τελικά;
Κι αυτό που νιώθω κάθε φορά που τελειώνει η κάθε συνεδρία, (έτσι λένε το χρόνο που μου αφιερώνει) είναι χαρά, ηρεμία, γαλήνη, αγάπη. Άσε που πλέον παίζω κι εγώ με τα δικά της ποδαράκια και το καταφχαριστιέμαι. Καλά, τι σπουδαίο σχολείο είναι αυτό που διάλεξες μαμά;
Ούτε μήνας δεν έχει περάσει κι είμαστε σχεδόν βέβαιοι ότι ακούω καλύτερα. Και για του λόγου το αληθές, μια βολτίτσα στον παιδίατρο, θεωρείται απαραίτητη. Ο γιατρούλης μας ήταν σίγουρος για το αποτέλεσμα της εξέτασης κι έτοιμος να μας προτείνει χειρούργο. Αμ δε! Με τη μαμά κάναμε θαύματα. Ούτε ίχνος υγρού. Ο άνθρωπος κιτρίνισε μόλις άκουσε πού οφείλεται η θεραπεία μου, αλλά δεν μπορούσε παρά να το παραδεχθεί, αφού ο ίδιος πριν από δυο χρόνια είχε δεχθεί Ρεφλεξολογία για να καταπολεμήσει τις ημικρανίες του και τα κατάφερε. «Αν και κάποια στιγμή με τον καιρό, θα το ξεπερνούσε βέβαια». Ε, αν δεν το έλεγε, θα έσκαγε.
Μέχρι το επόμενο καλοκαίρι, πέρασα διάφορες ιώσεις, τ’αυτάκια μπούκωναν, πυρετό ανέβαζα, αλλά χάρις τα ποδαράκια μου που είχαν γίνει ξεφτέρια στην αποστολή μηνυμάτων σε όλα τα πιθανά και απίθανα σημεία του εαυτού μου, ήμουν περδίκι.
Ο επόμενος χειμώνας, αυτός που μόλις πέρασε δηλαδή, ήταν εντελώς διαφορετικός από τους άλλους. Δεν αρρώστησα ούτε μια φορά. Το κακό βέβαια είναι ότι πήραν χαμπάρι κι άλλοι ότι φάρμακα δεν διαθέτουν μόνο οι γιατροί και τα φαρμακεία, αλλά και το ίδιο μας το σώμα και τραβολογάνε τη μαμά από δω κι από κει, άσε τις απαιτήσεις του σχολείου της και που χρόνος για μένα πια! Ξέρω καλά όμως, ότι μέσα από το άγγιγμα των ποδιών, δημιουργήσαμε μαζί μια σχέση δυνατή με πίστη, αφοσίωση, χαρά και αγάπη και πιστέψτε με, όλα αυτά τα απλά ιδανικά, είναι αυτά που πραγματικά θεραπεύουν.
Υπεύθυνος Καθηγητής: Ευφροσύνη Μάρδα, ρεφλεξολόγος.